Ανδροτίων

Ανδροτίων
(τέλη 5ου αι. – 4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και μαθητής του Ισοκράτη, αναμείχθηκε στην πολιτική σε μία περίοδο πολύ ταραγμένη και ήρθε σε αντίθεση με τον Δημοσθένη, ο οποίος έγραψε λόγο Κατά Ανδροτίωνος.Χαρακτηριστικά του Α. ήταν το μίσος του για τους Πέρσες και η αυστηρότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του, που του δημιούργησε πολλούς εχθρούς. Επειδή απογοητεύτηκε, αυτοεξορίστηκε γύρω στο 340 π.Χ. στα Μέγαρα, όπου έγραψε μία Ατθίδα (ιστορία των Αθηνών), που όμως δεν σώθηκε και η οποία άρχιζε από την περίοδο της βασιλείας και κατέληγε στα γεγονότα του 344/3 π.χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀνδροτίων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροτίων' — Ἀνδροτίωνα , Ἀνδροτίων masc acc sg Ἀνδροτίωνι , Ἀνδροτίων masc dat sg Ἀνδροτίωνε , Ἀνδροτίων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροτίωνα — Ἀνδροτίων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροτίωνι — Ἀνδροτίων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροτίωνος — Ἀνδροτίων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АНДРОТИОН —    • Androtion,          Άνδροτίων, афинянин, сын Андрона, ученик Исократа. Жестокость его при взыскании недоимок побудила Эвктемона и Диодора подать на него жалобу παρανόμων, Демосфен написал доныне сохранившуюся речь для второго из этих… …   Реальный словарь классических древностей

  • Androtion — (griechisch Ἀνδροτίων; † nach 343 v. Chr.) war ein gemäßigt demokratischer athenischer Staatsmann, Redner und Atthidograph (Verfasser einer Geschichte Athens) des 4. Jahrhunderts v. Chr. Inhaltsverzeichnis 1 Leben und Werk 2 Ausgabe 3 …   Deutsch Wikipedia

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κρωπία — Αρχαίος δήμος της Αττικής. Βρισκόταν στα ΝΔ των Αχαρνών. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ότι ανήκε στη Λεοντίδα φυλή και ότι ο Φρύνιχος τον ονόμαζε Κρωπιάδα, ενώ ο Ανδροτίων τον αποκαλούσε Κρώπες. Ο Θουκυδίδης τον μνημονεύει στην αφήγηση των πρώτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”